δικηγορώ

δικηγορώ
(Μ δικηγορῶ, -έω) [δικηγόρος]
νεοελλ.
1. ασκώ το επάγγελμα τού δικηγόρου
2. μιλάω με ευφράδεια και ύφος δικηγόρου
μσν.
εμφανίζομαι ως συνήγορος σε δίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικηγορώ — δικηγορώ, δικηγόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δικηγορώ — δικηγόρησα, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου: Δικηγορεί εδώ και είκοσι χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικηγόρῳ — δικήγορος advocate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”